- πεντάγραμμος
- -η, -ο / πεντάγραμμος και πεντέγραμμος, -ον, ΝΑ1. αυτός που αποτελείται από πέντε γραμμές2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγραμμομαθημ. επίπεδο αστεροειδές σχήμα που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά από τους Πυθαγορείους και ορίζεται από πέντε ευθύγραμμα τμήματα, αλλ. πεντάλφανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. (στη σημειογραφία τής δυτικής μουσικής) πέντε οριζόντιες παράλληλες γραμμές οι οποίες, με τη βοήθεια ενός κλειδιού, ορίζουν το τονικό ύψος τών μουσικών φθόγγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* / πέντε- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. εξά-γραμμος].
Dictionary of Greek. 2013.